αζωγράφητος

αζωγράφητος
η , ο [ος , ον ], αζωγράφιστός, η , ο
1) ненарисованный; неразрисованный; нерасписанный; 2) неиллюстрированный, без иллюстраций

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αζωγράφητος" в других словарях:

  • αζωγράφητος — η, ο [ζωγραφώ] ο αζωγράφιστος …   Dictionary of Greek

  • ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αζωγράφιστος — αζωγράφιστος, η, ο και αζωγράφητος, η, ο αυτός που δεν είναι ζωγραφισμένος, διακοσμημένος: Παντού υπήρχαν ζωγραφιές· μόνο το ταβάνι ήταν αζωγράφιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»